Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρὲξ ὁδοῦ

См. также в других словарях:

  • παρέξ — ΜΑ, πάρεξ Ν εκτός, παρεκτός (α. «ποίος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ ὁταν ξαπλωθή;», Σολωμ. β. «παρὲξ ὁδοῡ», Ομ. Ιλ. γ. «πάρεξ τοῡ ἀργύρου χρυσόν», Ηρόδ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξ] …   Dictionary of Greek

  • παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»